-
1 сущность
сущность ж η ουσία ◇ в \сущностьи (говоря) στην πραγματικότητα, στην ουσία* * *жη ουσία••в су́щности (говоря́) — στην πραγματικότητα, στην ουσία
-
2 сущность
су́щност||ьж ἡ οὐσία:классовая \сущность τό ταξικό περιεχόμενο· \сущность дела ἡ οὐσία τΐ|ς ὑπόθεσης· ◊ в \сущностьи (говоря) κατ' ούσίαν, στήν οὐσία. -
3 сущность
-и θ.1η ουσία• το βασικό, το κύριο, η βασική υπόσταση•сущность жизни η ουσία της ζωής•
сущность произведения η ουσία του έργου•
сущность дела, вопроса η ουσία της υπόθεσης, του ζητήματος.
εκφρ.в сущностьи – στην ουσία, στην πραγματικότητα.